χαλινωτήριο

χαλινωτήριο
το / χαλινωτήριον, ΝΑ
νεοελλ.
στρ. όργανο ανάσχεσης ή απορρόφησης τής οπισθοδρόμησης τών πυροβόλων
αρχ.
πληθ. τὰ χαλινωτήρια
(ενν. ὅπλα) τα σχοινιά με τα οποία δένεται το πλοίο στη στεριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλινῶ / -ώνω + κατάλ. -τήριο(ν)*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • οπισθοδρόμηση — Κίνηση προς τα πίσω, που εκτελεί ένα οποιοδήποτε πυροβόλο όπλο. Η κίνηση αυτή οφείλεται στην ενέργεια των αέριων εκπυρσοκρότησης, που, εκτός από την εκτόξευση του βλήματος, ασκούν και μια αξονική πίεση στο κλείστρο του όπλου· αντίθετα με ό,τι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”